Σάββατο 26 Απριλίου 2014

πρωταγορας λεξιλογικα

Ερωτήσεις Κ.Ε.Ε. Πλάτωνα «Πρωταγόρας» Λεξιλογικές - Σηµασιολογικές ασκήσεις 


Ενότητα 2η Η αρχή της δημιουργίας του ανθρώπου


1. πῦρ, γῆ: Να χρησιμοποιήσετε τα ουσιαστικά ως πρώτο συνθετικό σε δέκα σύνθετα (βλ. Γραμματική της αρχαίας ελληνικής, ΟΕΔΒ, § 414).

πῦρ: (αρχαιοελληνικές λέξεις) 
πυρφόρος (αυτός που μεταφέρει φωτιά)  
πυροειδής (αυτός που μοιάζει σαν φωτιά, φλογερός)
πυρόμαντις (αυτός που μαντεύει δια της φωτιάς)
πυρίκαυστος (αυτός που έχει καεί στη φωτιά)
πυριφλεγής (αυτός που καίει σαν φωτιά, φλογερός)
πυρίπνους (αυτός που αποπνέει φωτιά, πύρινος)
πυριήκης (αυτός που έχει ακονιστεί και σκληρυνθεί στη φωτιά)
πυρικοίτης (αυτός που περιέχει φωτιά)
πυριλαμπής (αυτός που λάμπει από τη φωτιά ή σαν φωτιά)
πυρίβλητος (αυτός που έχει κτυπηθεί με φωτιά) 

πῦρ: (νεοελληνικές λέξεις)
πυροβόλο
πυροδότης
πυρολάτρης
πυροπαθής
πυρόπληκτος
πυρόσβεση
πυροτέχνης
πυρπόληση
πυρομαντεία
πυρομανής


γῆ:
γηγενής
γήλοφος
γήπεδον
γεωγράφος
γεωδαίτης (αυτός που μοιράζει τη γη)
γεώλοφος / γήλοφος
γεωμέτρης
γεωργός
γεωτομία
γεωμαντεία

2. Να αντιστοιχίσετε τις λέξεις της στήλης Α με τις συνώνυμές τους που δίνονται στη στήλη Β.

Α                                    Β
κατάγειος                       ἀποδίδωμι
κεράννυμι                      ἱκετεύω, παρακαλῶ
νέμω                              ἀμφιέννυμι
προσάπτω                      ὑπόγειος
ἀμπίσχω                         μείγνυμι
ἰσχύς                              μερίζω
μηχανῶμαι                     ἰσχυρός, πυκνός
παραιτοῦμαι                  δύναμις, σθένος
στερεός                          ἐπινοῶ

κατάγειος→ ὑπόγειος
κεράννυμι→ μείγνυμι
νέμω → μερίζω
προσάπτω → ἀποδίδωμι
ἀμπίσχω → ἀμφιέννυμι
ἰσχύς  → δύναμις, σθένος
μηχανῶμαι → ἐπινοῶ
παραιτοῦμαι→ ἱκετεύω, παρακαλῶ
στερεός → ἰσχυρός, πυκνός

3. κατευνάζω, κατανάλωση, εκδορά, αμπέχονο, αυτάρκεια, σαρκοβόρο, καταβροχθίζω, περιδέραιο: Να εντοπίσετε στο κείμενο τις ομόρριζες των λέξεων που σας δίνονται (μερικές από αυτές αναφέρονται στην ίδια λέξη του κειμένου).

κατευνάζω (κατά + εὐνάζω = βάζω στο κρεβάτι, κοιμίζω < εὐνή) → εὐνή (εὐνάς)
κατανάλωση (κατά + ἀναλίσκω) → ἀναλισκόμενος (ἀναλισκομένοις)
εκδορά (ἐκ + δέρω = γδέρνω, σχίζω) → δέρμα (δέρμασιν) < δέρω
αμπέχονο (ἀμφί + ἐχω) → ἤμπισχον (ἤμπισχεν)
αυτάρκεια (αὐτό + ἀρκῶ) → ἐπαρκέω-ῶ (ἐπήρκεσε)
σαρκοβόρο (σαρξ + βόρος < βορά) → βορά (βοράν)
καταβροχθίζω (κατά + βρόχθος = λαιμός) → βορά (βοράν)
περιδέραιο (περί + δέραιος < δέρη = λαιμός) → βορά (βοράν)

4. παραιτοῦμαι: Να γράψετε ποια σημασία έχει το ρήμα στο κείμενο και ποια έχει σήμερα.

παραιτέομαι-οῦμαι: αιτούμαι, ζητώ κάτι ως χάρη από κάποιον
παραιτούμαι: υποβάλλω την παραίτησή μου, εγκαταλείπω εκουσίως θέση, αξίωμα ή δικαίωμα που έχω / χάνω το ενδιαφέρον μου, τη διάθεση για συμμετοχή και δραστηριοποίηση σε κάτι, αποδέχομαι μια κατάσταση με ηττοπάθεια

Το Λεξιλόγιο της Ενότητας
εἱμαρμένος (<μείρομαι [από τη ρίζα ΜΕΡ παράγονται επίσης οι λέξεις μέρος, μερίς, μερίζω, μόρος, μοῖρα, μόρσιμος]): αυτός που δίνεται από τη μοίρα· εἱμαρμένη: η μοίρα, ό,τι έχει δοθεί στον άνθρωπο από τη μοίρα
τυπόω-ῶ: σχηματίζω με πίεση, σφραγίζω, πλάθω
κεράννυται· κεράννυμι: αναμιγνύω· ὅσα κεράννυται: η φωτιά με τον αέρα και το νερό με το χώμα.
παραιτέομαι-οῦμαι: αιτούμαι, ζητώ κάτι ως χάρη από κάποιον
νεῖμαι· νέμω: διανέμω, μοιράζω
ἐπίσκεψαι· ἐπισκοπέω-ῶ: παρατηρώ, εξετάζω, προσέχω, μελετώ
προσῆπτεν· προσάπτω: παρέχω, δίνω, χορηγώ, αποδίδω σε κάποιον
δύναμις: εδώ, με την έννοια της ικανότητας, της ιδιότητας
ἤμπισχεν· ἀμπέχω ή ἀμπίσχω (ἀμφί + ἔχω ή ἀμφί + ἴσχω), ἄμπεχον, ἀμφέξω, ἤμπισχον: περιβάλλω, καλύπτω [στη μέση φωνή: περιβάλλομαι, ντύνομαι, φορώ]
πτηνὸς φυγή: φυγή πουλιού, δηλαδή φυγή με φτερά, πέταγμα (πρόκειται για σχήμα μετωνυμίας)
κατάγειος: α) μέσα στη γη, κάτω από τη γη, υπόγειος· β) ισόγειος, πάνω στο έδαφος
ἐπανισῶν· ἐπανισόω-ῶ: εξισώνω, καθιστώ κάτι ίσο με κάτι άλλο
εὐλάβεια: από το επίθετο εὐλαβής (<εὖ + λαβεῖν: κρατώ καλά): αυτός που προσέχει, που λαμβάνει προφυλάξεις. Εὐλάβεια είναι η ιδιότητα του εὐλαβοῦς, δηλαδή η μεγάλη προσοχή, η διάκριση, η πρόβλεψη
ἀϊστωθείη· ἀϊστόω-ῶ: εξαφανίζω, καταστρέφω, αφανίζω
ἀλληλοφθοριῶν· ἀλληλοφθορία (παρασύνθετο από το επίθετο ἀλληλοφθόροι: οἱ φθείροντες ἀλλήλους): αμοιβαία φθορά, καταστροφή
ἐπήρκεσε· ἐπαρκέω-ῶ: χορηγώ, παρέχω κάτι σε ικανοποιητικό βαθμό
εὐμάρεια (<εὖ + μάρη: χέρι): ευχέρεια, ευκολία, επιδεξιότητα, ανάπαυση, προσαρμοστικότητα
εὐνή: η κλίνη, το κρεββάτι
στρωμνή: το στρωμένο κρεβάτι, το στρώμα και το σκέπασμα
ὑποδῶν· ὑποδέω-ῶ: δένω από κάτω, δένω τα πόδια μου, τα περιδένω με σανδάλια
ἀναίμοις· ὁ, ἡ ἄναιμοςτὸ ἄναιμον: ο χωρίς αίμα, σε αντίθεση με το ἔναιμος· εδώ, για τα έμβια όντα που δεν έχουν αίμα
βοτάνη: η τροφή των ζώων, το χορτάρι
ἔστι δ’ οἷς: σε ορισμένα από αυτά
βορά (<βιβρώσκω): τροφή, κυρίως δε η τροφή των σαρκοβόρων ζώων (στον ποιητικό λόγο χρησιμοποιείται και για να δηλώσει την τροφή των ανθρώπων)
ὀλιγογονία: μικρή γονιμότητα, το να γεννά ένα ζωικό είδος λίγα μικρά σε κάθε τοκετό
πολυγονία: μεγάλη γονιμότητα
πορίζω: παρέχω, δίνω, επινοώ, εφευρίσκω
εἰς εὐνὰς ἰοῦσιν = όταν πηγαίνουν στις φωλιές τους (ἰοῦσιν < εἶμι)
στρωμνὴ οἰκεία = στρώμα και σκέπασμα ταιριαστό

τοὐντεῦθεν = από κει και πέρα, ακόμη, ύστερα από αυτό

ενοτητα 3

Λεξιλογικές - Σηµασιολογικές ασκήσεις

1. τὴν ἔντεχνον σοφίαν, τὴν ἔµπυρον τέχνην: Να σχηµατίσετε τέσσερα
ονοµατικά σύνολα για καθένα από αυτά που δίνονται, µε διαφορετικό
κάθε φορά επίθετο.

α) λαϊκή, πρακτική, θεϊκή, άπειρη → σοφία
β) καλή, ωραία, υψηλή, λαϊκή → τέχνη

2. κλέψας < κλέπτω: α) Να σχηµατίσετε τρία παράγωγα ουσιαστικά από το ρήµα. β) Χρησιµοποιώντας ως πρώτο συνθετικό το θέµα του ρήµατος να γράψετε δύο σύνθετες λέξεις.

α) κλέφτης, κλοπή, κλεψιά
β) κλεπταποδόχος, κλεψιγαμία, κλεψύδρα, κλεψίτυπος, κλεφτοπόλεμος

3. Να εντοπίσετε στο κείµενο λέξεις οµόρριζες µε τις ακόλουθες:
πολυµήχανος, µελωδικός, οδόστρωµα, εύχρηστος, επίφοβος, κοινόβιο, λαθροκυνηγός, προµήθεια, κόσµηµα.

ἀμήχανον < ἀ- στερητικό + μηχανή < μῆχος (τό) → πολυμήχανος

ἐμμελῶς < ἐμμελής < ἐν + μέλος (= μελωδία, μουσική) → μελωδικός

χρήσαιτο < χρήομαι -ῶμαι → εύχρηστος

ἔλαθεν, λαθὼν < λανθάνω → λαθροκυνηγός

ἄστρωτον → οδόστρωμα

ἀκόσμητον → κόσμημα

βίον / κοινόν → κοινόβιο

φοβεραὶ → επίφοβος 

Προμηθεὺς → προμήθεια

4. Να αντιστοιχίσετε τις λέξεις της στήλης Α µε τις αντώνυµές τους που δίνονται στη στήλη Β. 

Α                                                       Β
ἀπορῶ                                               ἀπορία
ἄλογα                                                µηχανῶµαι, ἐφευρίσκω
καταναλίσκω                                   ἔλλογα
εὐπορία φυλάττω,                            φείδοµαι 

ἀπορῶ → µηχανῶµαι, ἐφευρίσκω
ἄλογα → ἔλλογα
καταναλίσκω → φείδοµαι
εὐπορία φυλάττω → ἀπορία

Ενότητα 4η

Λεξιλογικές - Σηµασιολογικές ασκήσεις

1. δεσµοὶ φιλίας συναγωγοί: Να συνθέσετε το ρήµα ἄγω µε πέντε προθέσεις και να σχηµατίσετε από κάθε σύνθετο ένα παράγωγο κατά το παράδειγµα συνάγω - συναγωγός ή συναγωγή.
Μπορείτε να  χρησιµοποιήσετε και παραγωγικές καταλήξεις. Με τις λέξεις που θα προκύψουν να σχηµατίσετε ισάριθµα ονοµατικά σύνολα. Να προσέξετε τον τονισµό.

παράγω - παραγωγός - παραγωγή, παραγωγικός,
εξάγω - εξαγωγή - εξαγωγικός -  εξαγώγιµος,
διάγω - διαγωγή,
απάγω - απαγωγή,
προσάγω - προσαγωγή - προσαγωγός,
κατάγω - καταγωγή

παραγωγός ταινιών,
εξαγωγικό εµπόριο,
παραγωγική κατάληξη,
εξαγωγή προϊόντων,
απαγωγή παιδιού

2. δεσµοὶ < δέω-δῶ (θ. δεσ-): Τα ουσιαστικά που παράγονται από ρήµατα µε τις παραγωγικές καταλήξεις -µός, -(ε)τός, -ος (αρσ. β΄ κλ.), -σις, -σία, -ή ή -ά (όταν προηγείται ρ), -ία ή -εία, σηµαίνουν την ενέργεια, το πάθος ή την κατάσταση.
Να σχηµατίσετε παράγωγα ουσιαστικά από τα ακόλουθα  ρήµατα, χρησιµοποιώντας όσες από τις παραπάνω καταλήξεις ταιριάζουν: ὀδύροµαι, σείω, ἀγείρω (θ. ἀγερ-), συναγείρω, τίκτω (θ. τεκ-, τοκ-), λύω, παύω, στέφω, αἴρω, ἐγείρω, χρήοµαι-χρῶµαι, σηµαίνω, στρέφω, πέµπω, φυλάττω, χαίρω (θ. χαρ-), ἀγγέλλω, ὁµιλέω-ῶ, µαρτυρέω-ῶ, λατρεύω, δουλεύω, µαντεύω, ἀριστεύω, βασιλεύω.

ὀδύροµαι → οδυρμός, ὀδυρτός (αξιοθρήνητος)
σείω → σεισμός, σειστός (αυτός που σείεται)
ἀγείρω (θ. ἀγερ-) → ἀγερμός (συναγερμός / Στη νεοελληνική γλώσσα η λέξη σημαίνει την εθιμική επίσκεψη ομάδας ανθρώπων σε σπίτια μια κοινότητας, συνήθως σε γιορτές, για να πουν τραγούδια και να ευχηθούν), ἄγερσις (συνάθροιση, επιθεώρηση)
συναγείρω → συναγερμός
τίκτω (θ. τεκ-, τοκ-) → τόκος (γέννα), τοκετός
λύω → λύσις
παύω → παύσις
στέφω → στέψις
αἴρω → ἄρσις
ἐγείρω → ἔγερσις
χρήοµαι-χρῶµαι → χρῆσις
σηµαίνω → σημασία
στρέφω → στρέψις
πέµπω → πομπός
φυλάττω → φύλαξις
χαίρω (θ. χαρ-) → χαρά
ἀγγέλλω → ἀγγελία
ὁµιλέω-ῶ → ὁμιλία
µαρτυρέω-ῶ → μαρτυρία
λατρεύω → λατρεία
δουλεύω → δουλεία
µαντεύω → μαντεία
ἀριστεύω → ἀριστεία
βασιλεύω → βασιλεία

3. δικαιοσύνη, φηµί, µετέχω, ἁθροίζω, ταχέως (ταχύ), δίδωµι, δείδω (δείσας): 
Να γράψετε στην αρχαία ελληνική από ένα συνώνυµο ή αντώνυµο για καθεµία λέξη που σας δίνεται.

δικαιοσύνη: ἀδικία
φημί: λέγω / ἀρνοῦµαι- ἀπόφηµι
μετέχω: ἀπέχω
ἁθροίζω: σκεδάννυµι
ταχέως (ταχύ): βραδέως
δίδωµι: λαµβάνω
δείδω (δείσας): φοβοῦµαι / θαρρῶ

4. νέµω*, (δια)φθείρω**, νόσος, δίκη, κόσµος: Από το θέµα καθεµιάς λέξης που σας δίνεται να σχηµατίσετε πέντε παράγωγες (απλές ή σύνθετες) και να γράψετε δέκα σύντοµες φράσεις (µε δύο παράγωγα από κάθε λέξη).

* θ. νεµ-, κατά µετάπτωση νοµ- , και µε πρόσφυµα ε = νεµε-
** θ. φθερ- , κατά µετάπτωση φθορ-, φθαρ-

νέμω: απονομή, διανομή, νομαδικός, νόμιμος, νόμισμα

Η διανομή των τροφίμων θα γίνει αύριο το πρωί.

Το νόμιμο δεν είναι πάντοτε και ηθικό.

(δια)φθείρω: φθορά, άφθαρτος, διαφθορά, παραφθορά, φθοροποιός

Στη χώρα μας η διαφθορά του πολιτικού συστήματος μοιάζει δεδομένη.

Το πέρασμα το χρόνο επιφέρει φθορά σε όλα τα πράγματα.

νόσος: νόσημα, νοσηρός, νοσηλευτής, ανοσία, ανοσοποιητικός

Το άγχος υπονομεύει το ανοσοποιητικό μας σύστημα.

Στη σύγχρονη κοινωνία οι άνθρωποι έρχονται αντιμέτωποι συχνά με νοσηρές καταστάσεις.

δίκη: δικαστής, δίκαιο, δικαιούχος, δικαίωση, αδίκημα

Το επίδομα θα δοθεί σε όλους τους δικαιούχους.

Η λογοκλοπή είναι συνηθισμένο αδίκημα.

κόσµος: κοσμικός, κόσμιος, υπόκοσμος, εγκόσμιος, κοσμοαντίληψη

Κατά τη διάρκεια της παράστασης απαιτείται κόσμια συμπεριφορά από τους θεατές.

Ο στρατός στην Τουρκία προασπίζεται τον κοσμικό χαρακτήρα του κράτους.

5. Να µεταφέρετε τις ακόλουθες προτάσεις στη νέα ελληνική:

α) οἱ ἄνθρωποι θείας µοίρας µετέχουσι: οι άνθρωποι έχουν μερίδιο σε θεϊκά πράγματα

β) σκεδαννύµενοι διεφθείροντο: διασκορπιζόμενοι φονεύονταν

γ) δεῖ τὰς συµβουλὰς διὰ δικαιοσύνης πάσας ἰέναι καὶ σωφροσύνης: οι συμβουλές πρέπει να διέπονται συνολικά από δικαιοσύνη και σωφροσύνη

δ) τούτῳ ᾤοντο µετεῖναι συµβουλῆς: γι’ αυτό νόμιζαν ότι έχουν δικαίωμα να δίνουν συμβουλή

Ενότητα 5η

Λεξιλογικές - Σηµασιολογικές ασκήσεις

1. ἡγοῦµαι, χαλεπαίνω, θυµοῦµαι, νουθετῶ: Να γράψετε στην αρχαία ελληνική από ένα συνώνυµο για κάθε λέξη που σας δίνεται.

ἡγοῦµαι → νοµίζω - δοκῶ - οἴοµαι,
χαλεπαίνω → ἀγανακτῶ
θυµοῦµαι → ὀργίζοµαι
νουθετῶ → παραινῶ- συµβουλεύω

2. Να συνδέσετε τις λέξεις του κειµένου που δίνονται στη στήλη Α µε τις ετυµολογικά συγγενείς τους της νέας ελληνικής στη στήλη Β.

Α                                             Β
ἐλεοῦσιν                                  µανιακός
ευθυµία
σθεναρά
φασίν                                      εξασθενηµένος
δυσνόητος
ανελέητα
θυµοί                                       φάση (π.χ. της σελήνης)
φαντασία
φάσµα
φάναι                                      διαφήµιση
παρανοϊκός
ελεηµοσύνη
 µαίνεσθαι                               φανάρι
αφανής
προφήτης
ἀσθενεῖς                                  µυθοµανής
φαντάζω
φανερός
ἀνόητος                                  πυροµανής
επιθυµώ
ενθύµιο

ἐλεοῦσιν → ανελέητα, ελεηµοσύνη

φασίν → διαφήµιση, προφήτης

θυµοί → ευθυµία, επιθυµώ, ενθύµιο

φάναι → φάση, φαντασία, φάσµα, φανάρι, αφανής, φαντάζω, φανερός

µαίνεσθαι → µανιακός, µυθοµανής, πυροµανής

ἀσθενεῖς → σθεναρά, εξασθενηµένος
ἀνόητος → δυσνόητος, παρανοϊκός

3. φύσει, τύχῃ, συλλήβδην, ἀπὸ τοῦ αὐτοµάτου: Να γράψετε τέσσερις φράσεις µε τα επιρρήµατα και την επιρρηµατική έκφραση που σας δίνονται στη νεοελληνική µορφή τους, ώστε να φαίνεται η σηµασία τους.

φύσει: εκ φύσεως, από τη φύση του, εκ γενετής. [φύσει αδύνατον: εντελώς αδύνατον / φύσει μακρά συλλαβή: στην αρχαία Ελληνική η συλλαβή που περιείχε μακρό φωνήεν, μακρό από τη φύση και όχι από τη θέση του.]

Ο άνθρωπος είναι φύσει κοινωνικό ον.

τυχαία: αυτό που γίνεται ή προκύπτει κατά τύχη, όχι σκόπιμα ή σχεδιασμένα.

Συναντήθηκαν τυχαία στο δρόμο.

συλλήβδην: παίρνοντας (πρόσωπα ή πράγματα) όλα μαζί, γενικά, χωρίς διακρίσεις.

Καταδίκασε συλλήβδην τους πολιτικούς.

αυτομάτως: χωρίς εξωτερική παρέμβαση / χωρίς να έχει προηγηθεί σκέψη, λογική επεξεργασία / αμέσως, την ίδια στιγμή.

Μόλις άκουσε το όνομά του σηκώθηκε αυτομάτως όρθιος.

Ενότητα 6η

Λεξιλογικές - Σηµασιολογικές ασκήσεις

1. ὁ δὲ µετὰ λόγου ἐπιχειρῶν κολάζειν οὐ τοῦ παρεληλυθότος ἕνεκα ἀδικήµατος τιµωρεῖται - οὐ γὰρ ἂν τὸ πραχθὲν ἀγένητον θείη - ἀλλὰ τοῦ µέλλοντος χάριν, ἵνα µὴ αὖθις ἀδικήσῃ µήτε αὐτὸς οὗτος µήτε ἄλλος ὁ τοῦτον ἰδὼν κολασθέντα: 
Ποια είναι η σηµασιολογική διαφορά των ρηµάτων τιµωροῦµαι και κολάζω;

κολάζω: κυριολεκτική σημασία: κλαδεύω, ψαλιδίζω, κολοβώνω / μεταφορική σημασία: αναχαιτίζω, περιορίζω → μέσω αυτής της σημασίας στη συνέχεια έλαβε το νόημα: διορθώνω, τιμωρώ.
Το ρήμα κολάζω είχε περισσότερο την έννοια του τιμωρώ με σκοπό να συνετίσω κάποιον.

τιµωροῦµαι: παίρνω εκδίκηση τιμωρώντας κάποιον, εκδικούμαι.
Σε αντίθεση με το κολάζω που δήλωνε την τιμωρία προς συμμόρφωση, το τιµωροῦµαι εμπεριείχε την έννοια της εκδίκησης για το αδίκημα που είχε διαπραχθεί, χωρίς κάποια παιδαγωγική πρόθεση απέναντι στο δράστη.

2. κολάζω: Να γράψετε τρία παράγωγα του ρήµατος στη νέα ελληνική και να σχηµατίσετε µε αυτά αντίστοιχες προτάσεις.

κόλασηκολασμόςκολάσιμος

Οι αμαρτωλοί άνθρωποι καταλήγουν στην κόλαση.

Η κλοπή συνιστά κολάσιμο αδίκημα.

Η στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων αποτελεί μέσο κολασμού

3. πειρῶµαι < πεῖρα: Να γράψετε δέκα λέξεις, απλές ή σύνθετες, µε το θέµα της λέξης που σας δίνεται.

πείραμα – πειραματόζωο
πειράζω – πειραχτήρι
πειρασμός
πειρατής
έμπειρος – εμπειρογνώμονας – εμπειρία – εμπειροπόλεμος
άπειρος

4. Να µεταφέρετε τις παρακάτω φράσεις από την αρχαία στη νέα ελληνική:

α) οὐ τῶν παρεληλυθότων ἕνεκα ἀδικηµάτων τιµωροῦνται ἀλλὰ τῶν µελλόντων χάριν: δεν παίρνουν εκδίκηση για τα αδικήματα που διαπράχθηκαν στο παρελθόν, αλλά για χάρη αυτών που θα διαπραχθούν στο μέλλον

β) διανοεῖται παιδευτὴν εἶναι τὴν ἀρετήν: θεωρεί ότι η αρετή μπορεί να διδαχτεί

γ) ὡς ἐξ ἐπιµελείας καὶ µαθήσεως κτητῆς οὔσης τῆς ἀρετῆς: ότι η αρετή αποκτιέται με επιμέλεια και μάθηση

δ) εἰκότως ἀποδέχονται οἱ σοὶ πολῖται σκυτοτόµου συµβουλεύοντος τὰ πολιτικά: δικαιολογημένα δέχονται οι συμπολίτες σου τον τσαγκάρη να δίνει συμβουλές για τα πολιτικά πράγματα

5. ἀλογίστως - δηµοσίᾳ: Να χρησιµοποιήσετε τα επιρρήµατα σε ισάριθµες προτάσεις στη νέα ελληνική, ώστε να φαίνεται η σηµασία τους. Στο δηµοσίᾳ δεν θα βάλετε υπογεγραµµένη και στο ἀλογίστως θα µετατρέψετε την κατάληξη σε -α.

αλόγιστος: για ενέργεια ή κατάσταση που δεν στηρίζεται στη λογική, που ξεπερνά το μέτρο, που αγγίζει τα όρια της υπερβολής ή του παραλογισμού. [αρχική σημασία «αόριστος, ασήμαντος» < α στερητικό +λογίζομαι]

Βρίσκεται πλέον σε δεινή θέση, διότι ξόδεψε την περιουσία του αλόγιστα.

δημοσία: σε δημόσια εμφάνιση, μπροστά σε όλο τον κόσμο, ενώπιον ακροατηρίου / με έξοδα του κράτους [ιδία και δημοσία: τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο βίο]

Η κηδεία του πρώην προέδρου έγινε δημοσία δαπάνη.


1 σχόλιο: